Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Ιστορία - Κεφ. 25 - Αιτίες και αφορμές του πολέμου

Καθαρά Δευτέρα

Με την Καθαρά Δευτέρα ξεκινά η Σαρακοστή για την Ορθόδοξη εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σημάνει το τέλος των Απόκρεων.
Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί "καθαρίζονταν" πνευματικά και σωματικά. Είναι μέρα νηστείας αλλά και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς. Η νηστεία διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.
Την Καθαρά Δευτέρα συνηθίζεται να τρώγεται λαγάνα (άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται μόνο εκείνη τη μέρα),ταραμάς και άλλα νηστίσιμα φαγώσιμα, κυρίως λαχανικά, όπως και φασολάδα χωρίς λάδι.
 Επίσης συνηθίζεται το πέταγμα χαρταετού.

 Η Καθαρά Δευτέρα εορτάζεται 48 ημέρες πριν την Κυριακή του Πάσχα.
Από παλιά η Καθαρή Δευτέρα, πέρασε στην συνείδηση του λαού, σαν μέρα καθαρμού.  Το πέταγμα του αετού, είναι ένα έθιμο μεταγενέστερο.


Κούλουμα ονομάζεται η καθαροδευτεριάτικη έξοδος στην εξοχή και το πέταγμα του αετού. Οι χριστιανοί, παρέες παρέες βγαίνουν στην εξοχή, παίρνοντας μαζί τους νηστίσιμα φαγητά, και το ρίχνουν στην διασκέδαση και τον χορό. Τα κούλουμα από τόπο σε τόπο γιορτάζονται διαφορετικά, με διάφορες εκδηλώσεις. Παντού όμως επικρατεί κέφι, χορός και τραγούδι.
Για την ετυμολογία της λέξης κούλουμα υπάρχουν πολλές εκδοχές. Κατά τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, η λέξη προέρχεται από το λατινικό Cumulus (κόλουμους) που σημαίνει σωρός, αφθονία αλλά και το τέλος. Εκφράζει δηλαδή το τέλος, τον επίλογο της Απόκριας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή προέρχεται από μια άλλη λατινική λέξη, την λέξη «κόλουμνα» δηλαδή «κολώνα». Κι αυτό επειδή το πρώτο γλέντι της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα, έγινε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Όποια όμως κι αν είναι η ρίζα της λέξης, απ’ όπου κι αν προέρχεται, τα κούλουμα είναι μια καλή ευκαιρία για όλους μας, να διασκεδάσουμε κοντά στην φύση.


Όρνιθες - Γλώσσα ενότητα 9




Εικόνες από http://daskalabm3.blogspot.gr/ 



Οι Όρνιθες είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάσθηκε το 414 π.Χ. στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Ο Αριστοφάνης έγραψε τους «Όρνιθες» απογοητευμένος από την τροπή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Με το μεγάλο αυτό έργο, ο Αριστοφάνης βρίσκει την ευκαιρία να διακωμωδήσει τους συκοφάντες και τους κόλακες του δήμου, καθώς και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή φαντασία με την πιο ανάερη ποίηση.

 Η υπόθεση του έργου

Δύο Αθηναίοι φίλοι, ο πονηρός Πεισθέταιρος και ο αγαθός Ευελπίδης, επιθυμούν να βρουν το πουλί τσαλαπετεινό (που άλλοτε ήταν άνθρωπος, ο βασιλιάς Τηρέας) για να το ρωτήσουν σε ποια πόλη μπορεί κανείς να ζήσει ήσυχα, πλούσια και ειρηνικά. Στην εισαγωγή του έργου, λοιπόν, εμφανίζονται οι δύο φίλοι να πετούν μέσα από το δάσος, ο ένας πάνω σε μια κουρούνα και ο άλλος σε μια καλιακούδα, δηλώνοντας ότι μεταναστεύουν επειδή βαρέθηκαν τη δικομανία των Αθηναίων.
Όταν πια βρίσκουν τον τσαλαπετεινό, εκείνος τους απογοητεύει, καθώς δεν έχει να προτείνει καμία πόλη που να τους αρέσει. Τότε όμως ο Πεισθέταιρος συλλαμβάνει την ιδέα να ιδρύσουν μαζί με τον τσαλαπετεινό-Τηρέα την πόλη των πουλιών στους αιθέρες, στο μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών. Ο τσαλαπετεινός πείθεται και καλεί τα πουλιά για να τους ανακοινώσουν μαζί το σχέδιο του Πεισθέταιρου.
Τα πουλιά εμφανίζονται αγριεμένα από την εισβολή των ανθρώπων και θεωρώντας ότι ο τσαλαπετεινός τους πρόδωσε, ετοιμάζονται να επιτεθούν στους εισβολείς. Για άλλη μιά φορά όμως ο Πεισθέταιρος παίρνοντας τον λόγο, φουσκώνει τα μυαλά των πουλιών και μαγεύει σταδιακά το ακροατήριό του. Στο τέλος πείθει τα πουλιά να ιδρύσουν τη Νεφελοκοκκυγία(= κατοικία των κούκων στα σύννεφα, την πόλη δηλαδή των πουλιών) με στόχο να αναδειχτούν σε ρυθμιστές της θεϊκής εξουσίας λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι των θεών με τους ανθρώπους.
Έτσι, τα πουλιά χωρίζονται σε ομάδες εργασίας και ξεκινάει το χτίσιμο του τείχους που θα περιβάλλει τη χώρα των πουλιών και θα εμποδίζει έτσι την τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων να ανεβαίνει στους θεούς.
Πριν ακόμα καλά καλά χτιστεί η πόλη και με πρώτον από όλους τον ιερέα που έρχεται για να κάνει θυσία, καταφθάνουν διάφοροι εκμεταλλευτές και καλοθελητές που προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη από την ίδρυση της Νεφελοκοκκυγίας. Ο Πεισθέταιρος όμως τους ξεφορτώνεται όλους και σιγά σιγά το τείχος ολοκληρώνεται.
Εν τω μεταξύ οι θεοί αρχίζουν να πεινάνε και να ανησυχούν γιατί δε φτάνει πια στους ουρανούς η κνήσσα των σφαχτών. Αρχικά στέλνουν την Ίριδα ως αγγελιαφόρο, την οποία όμως εκδιώκει βίαια ο Πεισθέταιρος. Έπειτα εμφανίζεται ο -πάντα αντιεξουσιαστής- Προμηθέας για να ενημερώσει μυστικά τον Πεισθέταιρο για τις αποφάσεις των θεών και να τον συμβουλέψει τι να κάνει για να τους πάρει την εξουσία.
Πραγματικά, όπως έχει προειδοποιήσει ήδη ο Προμηθέας, φτάνει αντιπροσωπεία των θεών για να διαπραγματευτεί την ελεύθερη διακίνηση της τσίκνας. Η αντιπροσωπεία απαρτίζεται από τον διπλωμάτη Ποσειδώνα, τον φοβερό φαγά Ηρακλή και τον αγροίκο Τριβαλλό, που είναι εκπρόσωπος των βαρβαρικών θεών. Οι διαπραγματεύσεις -οι οποίες διεξάγονται δίπλα από ένα σφαχτό που ψήνεται- καταλήγουν, πάντα σύμφωνα με τις συμβουλές του Προμηθέα, στον γάμο της όμορφης νεαρής θεάς Βασιλείας με τον Πεισθέταιρο. Έτσι το έργο τελειώνει με τη γαμήλια ένωση του Πεισθέταιρου και της ουράνιας θεάς.

Ευθύς Λόγος

Ευθύς λέγεται ο λόγος  μέσω του οποίου μεταδίδονται τα λόγια ενός προσώπου άμεσα, δηλαδή έτσι ακριβώς όπως τα είπε.
Π.χ: 
- Θα φύγω σε λίγο.
 
- Γιατί;
 
- Θυμήθηκα πως έχω κάποια δουλειά.
 
- Εντάξει, τα λέμε άλλη φορά.


Πλάγιος λόγος

Πλάγιος λόγος λέγεται ο λόγος μέσω του οποίου μεταδίδονται τα λόγια ενός προσώπου έμμεσα, δηλαδή όχι ακριβώς όπως τα είπε αλλά όπως μας τα μεταφέρει ένα τρίτο πρόσωπο.
Π.χ.: 
Ο Γιάννης τον ρώτησε γιατί φεύγει.
 
Εκείνος απάντησε πως έχει κάποια δουλειά.

Στον ευθύ λόγο τα λόγια του προσώπου βρίσκονται ή μέσα σε εισαγωγικά(« ») ή υπάρχει μπροστά παύλα διαλόγου(-).
Στον πλάγιο λόγο τίποτα από αυτά δεν υπάρχουν

Για να μετατρέψουμε τον ευθύ σε πλάγιο αλλάζουμε το πρόσωπο από πρώτο σε τρίτο και το αντίθετο

Π. χ. -Αύριο θα πάω εκδρομή(ευθύς)
Είπε ότι αύριο θα πάει εκδρομή(πλάγιος)